- μεγαλουργία
- ητο να κάνει κανείς σπουδαία κατορθώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεγαλουργία — μεγαλουργίᾱ , μεγαλοεργία great achievement fem nom/voc/acc dual μεγαλουργίᾱ , μεγαλοεργία great achievement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλουργία — η (Α μεγαλουργία και μεγαλοεργία [μεγαλουργός] 1. η πραγματοποίηση μεγάλου έργου 2. σπουδαίο έργο που έχει συντελεστεί, το μεγαλούργημα αρχ. επιδεικτικά μεγαλοπρεπής πράξη … Dictionary of Greek
μεγαλουργίᾳ — μεγαλουργίαι , μεγαλοεργία great achievement fem nom/voc pl μεγαλουργίᾱͅ , μεγαλοεργία great achievement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλουργίας — μεγαλουργίᾱς , μεγαλοεργία great achievement fem acc pl μεγαλουργίᾱς , μεγαλοεργία great achievement fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλουργίαν — μεγαλουργίᾱν , μεγαλοεργία great achievement fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοεργία — μεγαλοεργία, ἡ (Α) βλ. μεγαλουργία … Dictionary of Greek
μεγαλοπραγία — μεγαλοπραγία, ἡ (Α) το να εκτελεί κάποιος μεγάλα έργα, μεγαλουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μεγαλόπραγος] … Dictionary of Greek
μεγαλουργός — ό (Α μεγαλουργός και μεγαλοεργός, όν) αυτός που επιχειρεί ή επιτέλεσε μεγάλα έργα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγαλουργόν η μεγαλουργία. επίρρ... μεγαλουργῶς (Μ) μεγαλοπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ουργός*] … Dictionary of Greek
πτηνός — ή, ό(ν) ΜΑ, θηλ. και ός, και δωρ. τ. πτανός, ά, όν, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να πετά, ο φτερωτός (α. «Διὸς δὲ τοι πτηνὸς κύων, δαφοινὸς ἀετός», Αισχύλ. β. «θηροβολοῡντα πτηνοῑς ἰοῑς», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτηνόν ζωολ. βλ. πτηνό… … Dictionary of Greek
μεγαλουργίαι — μεγαλοεργία great achievement fem nom/voc pl μεγαλουργίᾱͅ , μεγαλοεργία great achievement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)